- προσοίχομαι
- προσοίχομαι1 approach with reverence (cf. ἐποίχομαι)
ὀμφαλὸν ἐριβρόμου χθονὸς ἐς νάιον προσοιχόμενοι P. 6.4
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ὀμφαλὸν ἐριβρόμου χθονὸς ἐς νάιον προσοιχόμενοι P. 6.4
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
προσοίχομαι — Α (αποθ.) πλησιάζω, προσεγγίζω έναν τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + οἴχομαι «πηγαίνω»] … Dictionary of Greek
προσοιχόμενοι — προσοίχομαι have gone to pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)